- ὑποκλαγγάνω
- ὑποκλαγγάνω,A v. ὑπο-κλάζω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποκλαγγάνω — Α ὑποκλάζω (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλαγγάνω «κρώζω»] … Dictionary of Greek